Ούζο ΒΑΡΒΑΓΙΑΝΝΗ: Με επενδύσεις 1,5 εκατ. ευρώ και rebranding απαντά στον ανταγωνισμό

Ούζο ΒΑΡΒΑΓΙΑΝΝΗ: Με επενδύσεις 1,5 εκατ. ευρώ και rebranding απαντά στον ανταγωνισμό
Στόχος είναι η επέκταση του υφιστάμενου εργοστασίου και η ανανέωση του τεχνολογικού εξοπλισμού.

Σε επενδύσεις 1,5 εκατ. ευρώ που αφορούν σε επέκταση του υφιστάμενου εργοστασίου και ανανέωση του τεχνολογικού εξοπλισμού και θα επιτρέψουν τον διπλασιασμό των μεριδίων παραγωγής, αλλά και σε rebranding, προχωρά η διοίκηση της ποτοποιίας ούζο Βαρβαγιάννης.

Όπως αποκάλυψε ο Γιάννης Βαρβαγιάννης, επικεφαλής της ομώνυμης ιστορικής ποτοποίας, πρόκειται μία νέα κάθετη μονάδα που έχει υπαχθεί στις διατάξεις του νέου αναπτυξιακού νόμου.

«Οι ετικέτες έχουν μπει πλέον κάτω από μια κοινή ομπρέλα. Η εικόνα όμως και η ποιότητα παραμένουν ίδιες. Προβήκαμε σε αυτή την κίνηση, κυρίως για το ούζο Αφροδίτη, το οποίο αποτελεί και τη ναυαρχίδα μας, διότι διαπιστώσαμε ότι υπήρχε μια σύγχυση στους καταναλωτές. Δεν γνώριζαν ότι το συγκεκριμένο προϊόν είναι δικό μας. Το Αφροδίτη αποτελεί το 1,5% -2% των πωλήσεων, θεωρείται η σαμπάνια του ούζου και θέλουμε να ανεβάσουμε σταδιακά το ποσοστό του» ανέφερε χαρακτηριστικά ο κ. Βαρβαγιάννης.

Η ελληνική οικογενειακή επιχείρηση που δραστηριοποιείται από το 1860, έχει παρουσία σε 22 χώρες με μεγαλύτερες αγορές τη Γερμανία, την Αυστραλία, τη Νότιο Αφρική, την Τουρκία, τα Βαλκάνια, το Ισραήλ, τις ΗΠΑ και την Κύπρο. «Είμαστε πολύ δυνατοί στα σημεία που υπάρχει έντονο το στοιχείο του απόδημου ελληνισμού. Οι εξαγωγές σήμερα αντιπροσωπεύουν το 25% του τζίρου μας και πάντα εξετάζουμε τρόπους να τις ενισχύσουμε».

Ειδικότερα, το  30% της παραγωγής πηγαίνει σε σούπερ μάρκετ και το υπόλοιπο 70% διοχετεύεται στο δίκτυο της HO.RE.CA. Σε ετήσια βάση παράγονται 1 εκατομμύριο φιάλες, όπερ 50.000 – 55.0000 κιβώτια, και η διανομή γίνεται από την ίδια την εταιρεία στα μεγάλα αστικά κέντρα και τα νησιά.

Οι εκτιμήσεις της διοίκησης είναι πως ο τζίρος για το 2023 θα κλείσει στα 4,5 εκατ. ευρώ. Οι πωλήσεις κινούνται σε ικανοποιητικό επίπεδο, ωστόσο, τον τελευταίο μήνα παρατηρείται μια μικρή πτώση στην κατανάλωση, λόγω της κακοκαιρίας, που έχει περιορίσει την τουριστική ροή.

«Ως μεγαλύτερο ανταγωνιστή μας βλέπουμε, όχι τόσο τις άλλες εταιρείες του κλάδου, αλλά το χύμα προϊόν –  κατά κύριο λόγο το τσίπουρο – και το πρόβλημα που αυτό δημιουργεί στη δημόσια υγεία. Θέλουμε το όνομα μας να είναι συνυφασμένο με το ούζο και η παραγωγή τσίπουρου δεν είναι στα σχέδια μας. Αυτή τη στιγμή, ένα από τα προβλήματα που αντιμετωπίζουμε έχει να κάνει με τη δυσκολία εξεύρεσης πρώτων υλών. Υπάρχει έλλειψη μπουκαλιών. Ειδικά μέσα στην πανδημία, δεν τηρούνταν τα χρονοδιαγράμματα στις παραδόσεις των φιαλών γυαλιού».

Παράλληλα, με τα μεταφορικά και το ενεργειακό κόστος, ο πληθωρισμός οδήγησε σε αύξηση της τιμής του μπουκαλιού κατά 30% και του χαρτιού κατά 100%.

«Η πρώτη αύξηση στην τιμή των προϊόντων μας έγινε το 2014. Το 2021 και το 2023 προχωρήσαμε σε αυξήσεις της τάξης του 8,5%. Ελπίζουμε, ότι αν γίνουν καλύτερα τα πράγματα στην οικονομία, θα μπορέσουμε να προσφέρουμε και εμείς καλύτερες τιμές στον καταναλωτή. Ο ειδικός φόρος κατανάλωσης είναι το μισό τιμολόγιο και μας στραγγαλίζει» κατέληξε ο κ. Βαργαγιάννης.

Ερωτηθείς αναφορικά με το αν εξετάζει συνέργειες με άλλες εταιρείες σε προϊοντικό επίπεδο, απάντησε πως γίνονται διάφορες συζητήσεις με επιχειρήσεις που είναι στο δίκτυο του ΕΛΛΑ-ΔΙΚΑ ΜΑΣ, στο οποίο είναι μέλος και η ποτοποιία Βαρβαγιάννη.

ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΠΕΡΙΣΣΟΤΕΡΕΣ ΕΙΔΗΣΕΙΣ: