Τι χρειάζεται για να μείνει η Ευρώπη ενωμένη;

Τι χρειάζεται για να μείνει η Ευρώπη ενωμένη;

Ο Ραούλ Ρουπαρέλ του «Open Europe» μιλά στο FortuneGreece.com  για την Ευρώπη, την οικονομία και το μέλλον της επιχειρηματικότητας σε ένα αβέβαιο πολιτικά μέλλον.

Το ξεκάθαρο μήνυμα-«χαστούκι» που έκρυβαν οι κάλπες των Ευρωεκλογών του περασμένου Μαΐου ήταν ένα: ο Ευρωσκεπτικισμός αποτελεί πλέον κυρίαρχο στοιχείο στους λαούς της Ευρώπης. Με μία «εύκολη μετάφραση» οι πολιτικές λιτότητας των περασμένων ετών, τα υψηλά ποσοστά ανεργίας, οι χαμηλοί μισθοί, η επιβράδυνση των ρυθμών ανάπτυξης, η έλλειψη πολιτικής αποφασιστικότητας και εναλλακτικών τόνωσης της ανταγωνιστικότητας, οδήγησαν ενισχυμένα τα αντιευρωπαϊκά κόμματα στα έδρανα της Ευρωβουλής. Η νέα Ευρ. Επιτροπή, υπό την ηγεσία του Ζαν Κλοντ Γιουνκέρ -που δεν πρόφτασε να κλείσει μήνα στον «θρόνο» της Κομισιόν, προτού συνδεθεί το όνομά του με το σκάνδαλο της φοροαποφυγής εταιρειών μέσω του Λουξεμβούργου, το γνωστό πια «Luxleaks»- προτίθεται να τονώσει την ευρωπαϊκή αγορά με ένα πακέτο περίπου 300 δισ. ευρώ, αλλά και να λύσει τις διαφορές μεταξύ των «ατμομηχανών» της Ευρωζώνης -Γερμανία, Γαλλία και Ιταλία- την ώρα που η Μεγάλη Βρετανία εξετάζει το ενδεχόμενο οριστικής αποχώρησης από το ευρωπαϊκό οικοδόμημα.

Τι επιφυλάσσει το μέλλον λοιπόν για την Ευρωζώνη, την ενιαία αγορά και τα σχέδια για τραπεζική ολοκλήρωση; Μπορούν οι σχεδιαζόμενες μεταρρυθμίσεις να κρατήσουν την Ευρώπη ενωμένη; Και τι σημαίνουν αυτά για την Ελλάδα, την ελληνική οικονομία και επιχειρηματικότητα;

Για όλα τα παραπάνω, ο Ραούλ Ρουπαρέλ, οικονομικός αναλυτής του ανεξάρτητου think tank Open Europe, που εδρεύει στο Λονδίνο και τις Βρυξέλλες και ιδρύθηκε από Βρετανούς επιχειρηματίες με στόχο την έρευνα και ανάλυση πάνω στον συνεχιζόμενο διάλογο για τη μελλοντική κατεύθυνση της ΕΕ και την ώθηση της ανταγωνιστικότητας της ευρωπαϊκής οικονομίας σε σχέση με άλλες αγορές του κόσμου, μίλησε στο FortuneGreece.com στο περιθώριο της επίσκεψής του στην Αθήνα για την ημερίδα της βρετανικής πρεσβείας με τίτλο «Κάνοντας την ΕΕ πιο Ανταγωνιστική».

Με τον ευρω-σκεπτικισμό σε άνοδο σε ένα μεγάλο αριθμό ευρωπαϊκών χωρών, ποια είναι η θέση της ΕΕ αυτή τη στιγμή; Πιστεύετε ότι η Ευρώπη όπως την γνωρίζουμε θα είναι ίδια σε λίγα χρόνια; Γιατί είναι απαραίτητη η μεταρρύθμιση της ΕΕ;

Πιστεύω ότι η Ευρώπη, και συγκεκριμένα η Ευρωπαϊκή Ένωση, διανύει μια περίοδο αλλαγής και μετάβασης. Νομίζω ότι ο αρχικός σκοπός της, να εδραιωθεί δηλαδή η ειρήνη στην Ευρώπη, έχει επιτευχθεί.

Ωστόσο, η ΕΕ έχει μεν αναλάβει να υλοποιήσει πολλές περισσότερες νέες ιδέες και πολιτικές, αλλά μένει ακόμα να καθορίσει και να προσδιορίσει τον πρωταρχικό της στόχο για τον 21ο αιώνα. Η μεταρρύθμιση της ΕΕ έχει να κάνει με τον προσδιορισμό αυτού του στόχου και με το πώς αυτός θα επιτευχθεί καλύτερα. Πιστεύουμε και ελπίζουμε ότι ο νέος πρωταρχικός ρόλος της ΕΕ θα είναι η προώθηση του εμπορίου και τα οικονομικά οφέλη για όλα τα κράτη-μέλη.

Επιπλέον, η ΕΕ θα πρέπει να προσαρμοστεί και να προχωρήσει σε μεταρρυθμίσεις προκειμένου να αντιμετωπίσει το γεγονός ότι δεν έχουν όλα τα κράτη-μέλη την ίδια ακριβώς κατεύθυνση ή δεν κινούνται στο ίδιο χρονοδιάγραμμα ή με τους ίδιους όρους. Και για να γίνει αυτό, χρειάζεται περισσότερη ευελιξία που θα επιτρέψει στην ΕΕ να λειτουργεί σωστά αποφεύγοντας τις εντάσεις. Και ο πυρήνας στον οποίο θα στηριχτεί αυτή η ευελιξία θα πρέπει να είναι η ενιαία αγορά.

Η ελληνική οικονομία έχει κάνει μια σημαντική προσπάθεια να ανακάμψει ύστερα από πέντε χρόνια λιτότητας. Τι νομίζετε ότι έχει επιτευχθεί μέχρι σήμερα και ποιες προκλήσεις παραμένουν για την Ελλάδα;

Η Ελλάδα έχει αναμφίβολα προχωρήσει, αλλά εξακολουθούν να υπάρχουν σημαντικές προκλήσεις. Ειδικότερα, η χώρα πρέπει να βρει νέες κινητήριες δυνάμεις οικονομικής ανάπτυξης, δεδομένου ότι το κράτος δεν μπορεί να εκπληρώσει πλέον αυτό το σκοπό. Ενώ ορισμένες πτυχές της οικονομίας τα έχουν πάει καλά -και ιδίως αυτές που αφορούν τον τουρισμό και τη ναυτιλία- πρέπει να γίνουν περαιτέρω προσπάθειες για την απελευθέρωση της οικονομίας και την προώθηση της καινοτομίας και της επιχειρηματικότητας. Συγκεκριμένα, η αβεβαιότητα που επικρατεί γύρω από τις νομικές διαδικασίες και θέματα ασφάλειας θα συνεχίσει να απασχολεί τους ξένους επενδυτές.

Έχει πλέον εξασθενίσει το σενάριο «Grexit» ή νομίζετε ότι μια ελληνική αποχώρηση από την Ευρωζώνη παραμένει μια πιθανότητα;

Αυτή η συζήτηση έχει ατονήσει. Ποτέ δεν θα έλεγα ότι αποκλείεται, διότι ερωτήματα σχετικά με το ποια ακριβώς θα είναι θέση της Ελλάδα στην Ευρωζώνη μακροπρόθεσμα παραμένουν, όπως επίσης και πώς θα προχωρήσει με το χρέος της – το οποίο πλέον ανήκει ως επί το πλείστον στους εταίρους της ΕΕ και του ΔΝΤ.

Η Ελλάδα εξακολουθεί να χρειάζεται ένα ουσιαστικά ασθενέστερο νόμισμα και πολύ χαμηλότερα επιτόκια. Η αθέτηση πληρωμών ή η αναδιάρθρωση του χρέους της, θα είναι μια πολύ αβέβαιη ή δύσκολη πρόταση, δεδομένου ότι το χρέος αυτό ανήκει ως επί το πλείστον σε άλλους δημόσιους φορείς. Με τέτοια μεγάλα θέματα να παραμένουν εκκρεμή, νομίζω ότι εξακολουθεί να υπάρχει ένα ποσοστό αβεβαιότητας σχετικά με την κατεύθυνση της Ελλάδας σε βάθος χρόνου.

Βλέπετε ομοιότητες ανάμεσα στον ΣΥΡΙΖΑ και το ισπανικό κόμμα «Podemos»; Πώς θα μπορούσε η άνοδος αυτών των κομμάτων στην εξουσία να επαναπροσδιορίσει τον ευρωπαϊκό πολιτικό χάρτη;

Βλέπω πολλές ομοιότητες, αλλά μια είναι βασική: ενώ οι δύο πλευρές ισχυρίζονται ότι υποστηρίζουν την συμμετοχή των χωρών τους στο ευρώ και την ΕΕ, οι πολιτικές που υποστηρίζουν είναι ριζικά ασυμβίβαστες με τις παρούσες ρυθμίσεις της Ευρωζώνης και της ΕΕ. Ως εκ τούτου νομίζω ότι είναι έμμεσα, και τα δύο αρκετά αντι-ευρωπαϊκά κόμματα. Αυτή η τάση δεν έχει συζητηθεί αρκετά και νομίζω ότι τα κόμματα πρέπει να καταστήσουν απόλυτα σαφές τι ακριβώς θα ήθελαν να αλλάξουν στην Ευρώπη προκειμένου η εικόνα τους προς τα έξω να συμβαδίσει με τις πολιτικές τους, κατά πόσο ρεαλιστική είναι μια τέτοια πρόταση και τι θα κάνουν αν αποτύχει. Είναι σημαντικό για τη δημοκρατία το κοινό να αντιληφθεί τις επιπτώσεις των προτάσεων της πολιτικής τους.

Ως εκ τούτου, μια ενδεχόμενη άνοδός τους στην εξουσία θα έχει σίγουρα ένα σημαντικό αντίκτυπο στην Ευρώπη δεδομένου ότι οι πολιτικές τους θα μπορούσαν να σημαίνουν την έξοδο τους από το ευρώ ή την ενίσχυση της έντασης μεταξύ των χωρών τους και την υπόλοιπη Ευρώπη.

Η κατανομή των ευρωπαϊκών κονδυλίων της ΕΕ, καθώς και η εσωτερική μετανάστευση υπήρξαν ισχυρά σημεία διαφωνίας μεταξύ των κρατών-μελών. Θα μπορούσαν η Γερμανία, η Γαλλία, η Ιταλία και η Βρετανία να συμφωνήσουν για τα θέματα αυτά;

Σίγουρα εν μέρει. Έχουμε ήδη δει πολλές χώρες, ιδίως στη Γερμανία, να μοιράζονται τις ίδιες ανησυχίες με το Ηνωμένο Βασίλειο όσον αφορά στην πρόσβαση των Ευρωπαίων μεταναστών σε επιδόματα της ΕΕ και τις επιπτώσεις που αυτή θα έχει στην οικονομία της. Πιστεύω ότι υπάρχει ευρύτερη αποδοχή της ανάγκης να εξασφαλιστεί ότι η ελεύθερη μετακίνηση γίνεται δίκαια. Υπήρξε επίσης σημαντική συνεργασία, ιδιαίτερα μεταξύ των βόρειων κρατών, για τη βελτίωση του προϋπολογισμού της ΕΕ και την καλύτερη αξιοποίηση των κονδυλίων που διαθέτουμε.

Τούτου λεχθέντος, αυτές οι ιδέες αντιμετωπίζονται διαφορετικά ανά την Ευρώπη. Ένα πράγμα στο οποίο, όμως, όλοι συμφωνούμε είναι η ανάγκη για μεταρρυθμίσεις στην ΕΕ. Αυτό, αν μη τι άλλο, είναι επειδή ακόμη και χώρες όπως η Γαλλία και η Ιταλία παλεύουν με την άνοδο των λαϊκιστικών κομμάτων και σοβαρά οικονομικά προβλήματα. Ειδικά γι’ αυτές τις χώρες το να παραμείνουν άπραγες δεν αποτελεί επιλογή.

Ως εκ τούτου, νομίζω ότι σε αυτό το σημείο έχουμε μια κάπως μοναδική συμβολή των παραγόντων και των πιέσεων εκείνων που θα πρέπει να κάνουν την μεταρρύθμιση της ΕΕ πιο εφικτή.

Υπάρχει χώρος για το Ηνωμένο Βασίλειο στην Ευρώπη; Πώς θα επηρεάζονταν η Βρετανία και η υπόλοιπη ΕΕ από μια πιθανή βρετανική αποχώρηση από την Ένωση;

Υπάρχει σίγουρα χώρος για τη Βρετανία στην ΕΕ και πιστεύω ότι είναι σημαντικό να παραμείνει η χώρα στην ΕΕ προκειμένου να διασφαλίσει ότι παραμένει ένα μπλοκ ελεύθερου εμπορίου με σημαντική φωνή στην εξωτερική και διεθνή πολιτική. Και οι δύο πλευρές θα επηρεαστούν, εάν η Βρετανία φύγει από την ΕΕ και πιθανότατα θα είναι φτωχότερες. Αλλά δεν θα είναι το τέλος της συνεργασίας μεταξύ του Ηνωμένου Βασιλείου και της Ευρώπης καθώς μια νέα σχέση -αν και ίσως τεταμένη και αβέβαιη- θα αναπτυχθεί.

Πιστεύετε ότι πρόσφατες αποκαλύψεις σχετικά με το σκάνδαλο «LuxLeaks» θα υπονομεύσουν τις τρέχουσες προσπάθειες της Ευρωπαϊκής Επιτροπής ή θα λειτουργήσουν ως κινητήρια δύναμη για την αντιμετώπιση της φοροδιαφυγής;

Είναι ακόμη νωρίς στην έρευνα, επομένως είναι δύσκολο να πω ποιος ακριβώς θα είναι ο αντίκτυπος. Ο Πρόεδρος της Επιτροπή, ο κ. Γιουνκέρ, φαίνεται να ξεπέρασε την πρώτη φάση και ως εκ τούτου πιστεύω ότι η Επιτροπή θα συνεχίσει να λειτουργεί αποτελεσματικά, τουλάχιστον μέχρι να έχουμε περισσότερες λεπτομέρειες σχετικά με την έρευνα.

Μια ανησυχία, όμως, είναι ότι αυτή η περίπτωση χρησιμοποιείται για να προκαλέσει μια φορολογική εναρμόνιση παρά μια προσπάθεια αντιμετώπισης της φοροδιαφυγής. Υπάρχουν σαφείς λόγοι για τους οποίους η φορολογική εναρμόνιση έχει αποτύχει στην Ευρώπη στο παρελθόν και ο φορολογικός ανταγωνισμός εξακολουθεί να αποτελεί σημαντικό εργαλείο για τις ευρωπαϊκές οικονομίες. Ελπίζω να παραμείνει στο επίκεντρο του ενδιαφέροντος η αλήθεια για τον ρόλο του Γιούνκερ στις φορολογικές συναλλαγές, αλλά και η συνεργασία για να βρεθεί μια σωστή ισορροπία στα φορολογικά θέματα στην Ευρώπη, αντί να επιμένουμε στο αδιέξοδο μονοπάτι της φορολογικής εναρμόνισης.

Το Open Europe έχει ξεκινήσει την εκστρατεία «Open Europe to Business» («Ανοίξτε την Ευρώπη στις επιχειρήσεις»). Τι ελπίζετε να επιτευχθεί με την εκστρατεία αυτή;

Είναι σαφές ότι η Ευρώπη ως σύνολο αντιμετωπίζει οικονομικές δυσχέρειες. Το κόστος για τις επιχειρήσεις παραμένει σημαντικό – ιδίως όσον αφορά στην ενέργεια και την κανονιστική επιβάρυνση. Ως εκ τούτου η Ευρώπη πρέπει να προσπαθήσει να καταστεί περισσότερο ελκυστική στις επιχειρήσεις προκειμένου να προσελκύσει επενδυτές εντός και εκτός ΕΕ. Αυτό άλλωστε συμβαδίζει και με εκείνο που η ΕΕ θέλει να θέσει στο επίκεντρο, και ελπίζουμε ότι θα αφορά στις επιχειρήσεις, την οικονομική ανάπτυξη και την προώθηση της ενιαίας αγοράς.

Τι παρατηρείτε ως προς τις ελληνικές επιχειρήσεις;

Από την πλευρά της, η Ελλάδα έχει δείξει ότι ακολουθεί τη σωστή τάση, αλλά εξακολουθεί να υπολείπεται του μέσου όρου της ΕΕ σε ό,τι αφορά θέματα ανταγωνιστικότητας επιχειρηματικού κλίματος. Η αλλαγή θα πάρει χρόνο, αλλά αυτό πρέπει να αποτελεί προτεραιότητα για την κυβέρνηση. Ας ελπίσουμε ότι η αυτή η τάση θα γίνει πιο ισχυρή, αν ευθυγραμμιστούν οι προτεραιότητες των εθνικών κυβερνήσεων με αυτές της ΕΕ.