Οι ενεργειακές προοπτικές της Ελλάδας ως το 2050
- 26/11/2017, 13:15
- SHARE
Αναλυτική μελέτη της Ακαδημίας Αθηνών εξετάζει τις παγκόσμιες εξελίξεις και το ρόλο που μπορεί να διαδραματίσει η χώρα μας.
Μια σημαντική μελέτη της Ακαδημίας Αθηνών για τις ενεργειακές προοπτικές της Ελλάδας με ορίζοντα το 2050, αναδεικνύει ότι ο ενεργειακός κλάδος μπορεί να αποτελέσει υπό προυποθέσεις μοχλό ανάπτυξης της οικονομίας τις επόμενες δεκαετίες.
Τη μελέτη εκπόνησε η Ομάδα Εργασίας της Επιτροπής Ενέργειας της Ακαδημίας Αθηνών στην οποία προεδρεύει ο Ακαδημαϊκός κ. Λουκάς Γ. Χριστοφόρου.
Σε συνάντηση της ομάδας με Ακαδημαϊκούς, Καθηγητές του ΕΜΠ και του ΕΚΠΑ, εκπροσώπους του Ανεξάρτητου Διαχειριστή Μεταφοράς Ηλεκτρικής Ενέργειας, της Ρυθμιστικής Αρχής Ενέργειας, της ΔΕΔΔΗΕ, του Ομίλου ΤΙΤΑΝ, της Flow Energy, της Medgas & More Services LTD, τον Πρόεδρο του Συμβουλίου Ενεργειακής Επιστήμης στο Ελβετικό Ομοσπονδιακό Ινστιτούτο Τεχνολογίας της Ζυρίχης, ο Ανώτερος Εμπειρογνώμονας για τη Μεταρρύθμιση του τομέα των ΑΠΕ στην Ελλάδα, τον Πρόεδρο της Επιτροπής Διεθνούς Συνεργασίας του US/TRB (US National Academies), τον επίτιμο Πρόεδρος του ΙΟΒΕ, τον πρώην Πρόεδρο του Ελληνικού Οργανισμού Ανακύκλωσης συζητήθηκαν σε βάθος τα ενεργειακά θέματα της Ελλάδας σε σχέση με τα Ευρωπαϊκά και τα διεθνή δεδομένα και συγκεκριμένες προτάσεις προς την Πολιτεία για τις Ενεργειακές Προοπτικές της Ελλάδος με ορίζοντα το 2050.
Η μελέτη
Αναλυτικά στη μελέτη της Ακαδημίας αναφέρονται τα εξής για το μετασχηματισμό που συντελείται στο παγκόσμιο ενεργειακό πρότυπο και την τριπλή πρόκληση για όλο τον κόσμο και την Ελλάδα που είναι η «από-ανθρακοποίηση, ψηφιοποίηση και αποκέντρωση», δηλαδή ισχυρή διείσδυση των ΑΠΕ υπό ανταγωνιστικούς όρους, ψηφιοποίηση του ηλεκτρικού συστήματος και ενεργό συμμετοχή στην αγορά αποκεντρωμένων ενεργειακών πόρων.
Οπωα συμπεραίνουν οι μελετητές το παγκόσμιο ενεργειακό τοπίο διέρχεται περίοδο ριζικών μεταβολών. Ο τομέας ηλεκτρισμού ιδιαίτερα, αποτελούμενος κάποτε από τοπικά αυτόνομα συστήματα παραγωγής και διανομής, μεταβλήθηκε στα μέσα του 20ου αιώνα σε εθνικά και υπερεθνικά διασυνδεδεμένα συστήματα μεγάλης ισχύος. Ήδη, από τις αρχές του 21ου αιώνα, μεταβάλλεται σταδιακά σε ένα σύστημα που χαρακτηρίζεται από διεσπαρμένες μονάδες Ανανεώσιμων Πηγών Ενέργειας (ΑΠΕ) και αποκεντρωμένα μικρά συστήματα με σχετικά επαρκή κάλυψη των αναγκών τους, τα οποία, παράλληλα, συναλλάσσονται με τα κεντρικά δίκτυα διανομής. Αποκεντρωμένη παραγωγή, αποθήκευση, και καταναλωτές-πάροχοι ηλεκτρικής ενέργειας συνιστούν το επερχόμενο υπόδειγμα του ηλεκτρικού συστήματος το οποίο μετασχηματίζεται από σύστημα συγκεντρωμένης παραγωγής μεγάλων ποσοτήτων αερίων του θερμοκηπίου, σε σύστημα χαμηλών εκπομπών, αποκεντρωμένο, ευφυές και ευέλικτο.
Κύριο αίτιο για τις παραπάνω εξελίξεις είναι η τριπλή πρόκληση: «από-ανθρακοποίηση, ψηφιοποίηση και αποκέντρωση», δηλαδή ισχυρή διείσδυση των ΑΠΕ υπό ανταγωνιστικούς όρους, ψηφιοποίηση του ηλεκτρικού συστήματος και ενεργό συμμετοχή στην αγορά αποκεντρωμένων ενεργειακών πόρων.
Ουσιαστικός και ενεργός καθίσταται ο ρόλος των καταναλωτών στην Ευρώπη και σε όλο τον Κόσμο. Η ψηφιοποίηση και οι σύγχρονες τηλεπικοινωνίες διασφαλίζουν στον καταναλωτή πρόσβαση σε διαφανή, εύληπτη, και αντικειμενική πληροφόρηση, ώστε να μπορεί να εντείνει εκείνος τις ανταγωνιστικές του πιέσεις στην αγορά. Μια άλλοτε μονόδρομη σχέση, αντικαθίσταται από αμφίδρομη σχέση ευφυούς ηλεκτρικού συστήματος με τον ενεργώς συμμετέχοντα στην αγορά καταναλωτή.
Σημαντικός θα είναι ολοένα και περισσότερο ο ρόλος της αποθήκευσης ηλεκτρικής ενέργειας σε υδροηλεκτρικά, μπαταρίες και άλλα εξελισσόμενα συστήματα. Η αποθήκευση ηλεκτρισμού με οικονομικό τρόπο, συνδεδεμένη τόσο προς την πλευρά του δικτύου, του παραγωγού ενέργειας από ΑΠΕ, όσο και του καταναλωτή, ενισχύει ουσιαστικά την λειτουργική ευελιξία του συστήματος, περιορίζοντας την ανάγκη χρήσης ορυκτών καυσίμων, γενικά, και σε χρόνους νηνεμίας ή έλλειψης ηλιοφάνειας, ειδικότερα.
Η αγορά ηλεκτρισμού, κυρίως, αλλά και φυσικού αερίου θα επηρεαστούν στις επόμενες δεκαετίες και από τις πολλές προκλήσεις που θα αντιμετωπίσει ο τομέας των Μεταφορών. Η υπό εξέλιξη ηλεκτροκίνηση και ο ανασχεδιασμός των οχημάτων για ελαχιστοποίηση των εκπομπών CO2, η ανάπτυξη εναλλακτικών καυσίμων όπως των βιοκαυσίμων ή του υδρογόνου, η νέα κινητικότητα μέσα από τις συνδεδεμένες και αυτοματοποιημένες μεταφορές, οι αντίστοιχες υποδομές μεταφορών, η διαχείριση δικτύων και κυκλοφοριακών συστημάτων και οι ευφυείς υπηρεσίες μεταφορών και κινητικότητας θα επηρεάσουν ανάλογα τα ενεργειακά δεδομένα της χώρας.
Το φυσικό αέριο, η αποκαλούμενη «γέφυρα» που συνδέει το σημερινό κυριαρχούμενο από ορυκτά καύσιμα σύστημα ηλεκτροπαραγωγής, με το μελλοντικό των ΑΠΕ, προσφέρεται για την κάλυψη της αξιοπιστίας του συστήματος σε αυξανόμενο βαθμό όσο αναπτύσσονται οι ΑΠΕ. Η μεταφορά υγροποιημένου αερίου, προερχόμενου από σχιστολιθικές ή από συμβατικές πηγές, θα αποτελέσει αντικείμενο μιας όλο και περισσότερο παγκοσμιοποιημένης και ανταγωνιστικής αγοράς.
Ο παραπάνω μετασχηματισμός θα απαιτήσει μεγάλου ύψους επενδυτικά κεφάλαια, σε δίκτυα διασύνδεσης, σε έξυπνους μετρητές, σε συστήματα αποθήκευσης και φόρτισης οχημάτων, σε λοιπά συστήματα ασφάλειας και ελέγχου και στις απαιτούμενες υποδομές τηλεπικοινωνιών και πληροφορικής, και θα δημιουργήσει παράλληλα θέσεις εργασίας και εισόδημα.
ΤΟ ΜΕΤΑΒΑΛΛΟΜΕΝΟ ΕΛΛΗΝΙΚΟ ΕΝΕΡΓΕΙΑΚΟ ΤΟΠΙΟ
Ο ενεργειακός τομέας της Ελλάδας θα προσαρμοστεί νομοτελειακά στα πλαίσια που υπαγορεύονται από την πολιτική της Ευρωπαϊκής Ένωσης, από τις τεχνολογικές εξελίξεις αλλά και υπό το πρίσμα των τοπικών ιδιαιτεροτήτων. Οι τελευταίες μπορεί και πρέπει να προβληθούν με τρόπο ώστε στο τελικό πρότυπο πολιτικής, στο οποίο η Ευρώπη δεν έχει ακόμη καταλήξει, να υπάρξει επιτυχής προσαρμογή του ευρωπαϊκού κεκτημένου στις εθνικές ιδιαιτερότητες. Ενδεικτικά αναφέρεται η δυνατότητα χρησιμοποίησης εσόδων από το Σύστημα Εμπορίας Εκπομπών για την υποστήριξη καινοτόμων πρωτοβουλιών και επιχειρήσεων, την εξοικονόμηση ενέργειας και την ψηφιοποίηση.
Σημαντικοί παράγοντες στο ελληνικό ενεργειακό τοπίο αποτελούν και θα αποτελέσουν:
Ο λιγνίτης είχε συγκριτικό πλεονέκτημα κόστους για πολλές δεκαετίες και στήριξε την ανάπτυξη της ελληνικής οικονομίας. Στη μελλοντική προοπτική, το μείγμα ηλεκτροπαραγωγής θα καθορίζεται κατά τρόπον ώστε να εξισορροπούνται οι τρεις στόχοι της ενεργειακής πολιτικής: ασφάλεια εφοδιασμού, οικονομικότητα, προστασία περιβάλλοντος. Στην προοπτική αυτή το κόστος εξόρυξης και το πρόσθετο περιβαλλοντικό τέλος, ανατρέπουν το πλεονέκτημα ανταγωνιστικότητας του λιγνίτη και προσδιορίζουν τη συνεχιζόμενη, για λόγους κυρίως ασφάλειας εφοδιασμού, αλλά μειούμενη χρήση του, μέχρι την οριστική απόσυρσή του.
Το βασικό σενάριο της Ευρωπαϊκής Ένωσης για τις ΑΠΕ προβλέπει σημαντική συμμετοχή των ΑΠΕ κατά 65% στο Ελληνικό μείγμα ηλεκτροπαραγωγής το 2050 και μάλιστα με συμμετοχή στην αγορά χωρίς εγγυημένες τιμές από το 2025 και μετά. Έτσι, οι ΑΠΕ αναδεικνύονται ως ο μελλοντικά κυρίαρχος ενεργειακός πόρος της Ελλάδας. Δεδομένου όμως ότι η υποστήριξη των εγκατεστημένων μέχρι σήμερα ΑΠΕ επιβαρύνει το κόστος παραγωγής ηλεκτρισμού στην Ελλάδα με 1,3 δις ευρώ το χρόνο για πολλά χρόνια ακόμη, αναδεικνύεται
κρίσιμος παράγοντας η εξειδίκευση και ο χρονισμός των πολιτικών διείσδυσης των ΑΠΕ, ώστε να εδραιώσουν συγκριτικό πλεονέκτημα κόστους και να ελαχιστοποιηθεί η επιπλέον επιβάρυνση. Τα φωτοβολταϊκά στις στέγες κτηρίων τα οποία παρέχουν τη δυνατότητα διαχείρισης της ζήτησης στον καταναλωτή και δεν αφαιρούν γόνιμες εκτάσεις από την γεωργική παραγωγή, μπορούν και πρέπει να αποκτήσουν σημαντικό μερίδιο στη συνολική παραγωγή από ΑΠΕ.
Για το φυσικό αέριο προβλέπονται ρόλοι μετάβασης και ευελιξίας, με συμμετοχή κατά 20% περίπου στο μείγμα ηλεκτροπαραγωγής και επέκταση των δικτύων διανομής του σε όλη την Ελλάδα. Σημαντικό παράγοντα αποτελούν οι διάφοροι σχεδιαζόμενοι ή υπό κατασκευή αγωγοί οι οποίοι θα αυξήσουν την ασφάλεια εφοδιασμού, θα συμβάλουν στην ενδυνάμωση της περιφερειακής αγοράς και γενικά θα συνεισφέρουν στην ανάπτυξη και την ανταγωνιστικότητα.
Στοιχείο ριζικής μεταμόρφωσης του ελληνικού ενεργειακού τοπίου με μεγάλα οικονομικά οφέλη, θα αποτελέσει, ασφαλώς η τυχόν ανακάλυψη και αξιοποίηση σημαντικών κοιτασμάτων πετρελαίου ή φυσικού αερίου στο χώρο της Ελληνικής Επικράτειας.
Σημαντική είναι επίσης η έγκαιρη προσαρμογή στις Ευρωπαϊκές Οδηγίες και πιστή τήρηση των σχετικών υποχρεώσεων για τη θέσπιση νομοθετικών ρυθμίσεων που εισάγουν και προωθούν μέτρα εξοικονόμησης ενέργειας.
ΑΝΤΑΓΩΝΙΣΤΙΚΟΤΗΤΑ ΚΑΙ ΕΠΕΝΔΥΣΕΙΣ
Ο τομέας της ενέργειας στην Ελλάδα καλείται να παρακολουθήσει τις παραπάνω μεταλλάξεις με πρόσθετο καθοριστικό στόχο την μη περαιτέρω αύξηση του ήδη υψηλού ενεργειακού κόστους. Η ελληνική βιομηχανία ειδικά και ένα μεγάλο μέρος της εθνικής οικονομίας γενικότερα, εξαρτώνται από την επιτυχή επίτευξη αυτού του στόχου.
Το σημείο εκκίνησης είναι κάθε άλλο παρά ευνοϊκό. Το κόστος του ηλεκτρισμού και του φυσικού αερίου για την ελληνική βιομηχανία εντάσεως ενέργειας, είναι σημαντικά υψηλότερο στην Ελλάδα σε σύγκριση µε ευρωπαίους και διεθνείς ανταγωνιστές. Το μειονέκτημα αυτό μάλιστα αυξάνεται, καθώς η διαχρονική εξέλιξη του κόστους στην Ελλάδα είναι ανοδική σε µια περίοδο όπου παγκοσμίως οι τάσεις είναι, αντιθέτως, μειωτικές.
Οι δυνατότητες βελτίωσης της ανταγωνιστικότητας πρέπει να αναζητηθούν στους κύριους παράγοντες που διαμορφώνουν το κόστος που είναι, στην περίπτωση του ηλεκτρισμού, το μείγμα καυσίμων που χρησιμοποιείται στην ηλεκτροπαραγωγή, οι διατηρούμενες μονοπωλιακές πρακτικές, καθώς και η επιβολή υψηλότερων ρυθμιζόμενων χρεώσεων σε σχέση µε άλλες αγορές. Ανάλογα προσαρμοσμένες, αλλά με ίδιο αποτέλεσμα, είναι οι συνθήκες που χαρακτηρίζουν την αγορά φυσικού αερίου.
Όσον αφορά το ενεργειακό μείγμα, η σταδιακή απόσυρση των λιγνιτικών μονάδων προδιαγράφεται στα πλαίσια της ακολουθητέας ευρωπαϊκής πολιτικής. Το πρόβλημα που θα προκύψει σε περιοχές από την κατάργηση αυτού του σημαντικού παράγοντα οικονομικής δραστηριότητας, μπορεί να αντιμετωπισθεί με σύστημα «ανακύκλωσης φόρων» προς τις εκεί κοινωνίες.
Η συνεχιζόμενη, μέχρι τελικής απόσυρσης, λειτουργία των λιγνιτικών μονάδων και η ένταξή τους στο σύστημα έναντι άλλων επιλογών, προτείνεται να γίνεται με σύγκριση του πλήρους κοινωνικού μοναδιαίου κόστους των. Δεδομένου όμως ότι οι γειτονικές χώρες δεν κινούνται προς ανάλογες κατευθύνσεις, η απόσυρση των λιγνιτικών μονάδων πρέπει να πραγματοποιηθεί με τον κατάλληλο χρονισμό και να αποφευχθεί μια βεβιασμένη έξοδος η οποία θα πλήξει περεταίρω την ανταγωνιστικότητα της ελληνικής βιομηχανίας με κίνδυνο, εξαιτίας του κόστους CO2, την μετακίνηση παραγωγικής δραστηριότητας σε γειτονικές χώρες εκτός Ευρωπαϊκής Ένωσης.
Η αυξανόμενη συμμετοχή των ΑΠΕ στο ενεργειακό μείγμα θα συμβάλει στην αύξηση της ανταγωνιστικότητας, υπό την βασική προϋπόθεση τη μείωση του μοναδιαίου κόστους τους λόγω τεχνολογικής εξέλιξης και όχι με επιδοτήσεις οι οποίες έχουν στρεβλωτικές επιπτώσεις στην οικονομία.
Η τιμή της ηλεκτρικής ενέργειας μπορεί να μειωθεί βελτιώνοντας την αποτελεσματικότητα της διανομής, περιορίζοντας τις ρυθμιστικές χρεώσεις και δημιουργώντας συνθήκες υγιούς ανταγωνισμού. Η Ευρωπαϊκή προσδοκία για αύξηση της ανταγωνιστικότητας με τη δημιουργία ελεύθερης, αποκρατικοποιημένης και ανταγωνιστικής αγοράς ενέργειας, μπορεί να έχει ευεργετικά αποτελέσματα και στην χώρα μας εφόσον πρυτανεύσει σαφήνεια και ορθολογισμός στον τρόπο και την έκταση χρησιμοποίησης των τιμών της ενέργειας ως εργαλείου άσκησης κοινωνικής πολιτικής.
Για το φυσικό αέριο, το σχετικά υψηλό κόστος μπορεί να μειωθεί με πρόσβαση στις διεθνείς αγορές προμήθειας και διασφάλιση ανταγωνιστικού κόστους εσωτερικής διανομής.
Η ενεργειακή μετάβαση για την Ελλάδα θα αποτελέσει προοπτική και ευκαιρία για σημαντικές επενδυτικές πρωτοβουλίες. Επενδύσεις σε ολόκληρο το εύρος των ενεργειακών υποδομών. Επενδύσεις στα δίκτυα, στους έξυπνους μετρητές. Επενδύσεις στα συστήματα διανομής, στα δίκτυα υποστήριξης εγκαταστάσεων για αποθήκευση ηλεκτρικής ενέργειας και για φόρτιση οχημάτων. Επενδύσεις στις διασυνδέσεις των νησιών και τις διασυνδέσεις για την πλήρη σύζευξη των αγορών στην περιοχή της Ελλάδας. Επενδύσεις για μεγάλης έκτασης ενεργειακές αναβαθμίσεις κτιρίων, οικιών και ενεργοβόρων εγκαταστάσεων.
Η συμβολή των παραπάνω επενδύσεων σε θέσεις απασχόλησης και στην ανάπτυξη του Ακαθάριστου Εθνικού Προϊόντος θα είναι ουσιαστική, δεν αποτιμάται όμως ως συγκριτικά ικανή για την μείωση της διαφοράς ανάμεσα στο κατά κεφαλήν εισόδημα των πολιτών της χώρας και του αντιστοίχου μέσου όρου των Ευρωπαϊκών χωρών, η οποία, διαφορά, είχε σχεδόν μηδενιστεί προ της κρίσης αλλά, ήδη, ανησυχητικά διευρύνεται. Για την επίτευξη του τελευταίου στόχου θα απαιτηθεί μια νέα «απογείωση» της Ελληνικής Οικονομίας και ύπαρξη ενός τομέα που θα λειτουργήσει ως «αναπτυξιακός μοχλός».
Καθοριστικής σημασίας για τις αναπτυξιακές προοπτικές της χώρας θα αποτελέσει η ανακάλυψη και αξιοποίηση κοιτασμάτων πετρελαίου ή φυσικού αερίου στο χώρο της Ελληνικής Επικράτειας. Ενόψει αυτής της προοπτικής, σκόπιμο κρίνεται να δοθεί προτεραιότητα στις αδειοδοτήσεις περιοχών που εμφανώς παρουσιάζουν μεγαλύτερες πιθανότητες για ανακάλυψη “κοιτασμάτων φυσικού αερίου, να ενεργοποιηθούν το συντομότερο απ’ ευθείας διαπραγματεύσεις για καθορισμό των θαλάσσιων ορίων υφαλοκρηπίδας μεταξύ Ελλάδος-Αιγύπτου, Ελλάδος-Λιβύης, & τριπλού σημείου Ελλάδος-Λιβύης-Ιταλίας, να συντελεσθεί μείωση των γραφειοκρατικών διαδικασιών παραχώρησης δικαιωμάτων και να υιοθετηθεί ευέλικτο και αποτελεσματικό μοντέλο διοίκησης για τον εποπτικό ρόλο του Δημοσίου.
Πηγή: Το Βήμα