KPMG: Πάνω από τα 3/4 των μεγαλύτερων εταιρειών δεν αναφέρουν κινδύνους σχετικά με την απώλεια βιοποικιλότητας

KPMG: Πάνω από τα 3/4 των μεγαλύτερων εταιρειών δεν αναφέρουν κινδύνους σχετικά με την απώλεια βιοποικιλότητας
Infographics 1 - JPG
Η έρευνα ανέδειξε ότι αυτό συμβαίνει παρά τις επανειλημμένες προειδοποιήσεις σχετικά με την καταστροφή του οικοσυστήματος και τις δυνητικά δυσμενείς συνέπειες για την ανθρωπότητα και την οικονομία.

Οι επιχειρήσεις παγκοσμίως έχουν να διαδραματίσουν κρίσιμο ρόλο στη διαχείριση των εγγενών κινδύνων που προκύπτουν από την απώλεια της βιοποικιλότητας. Ωστόσο, λιγότερο από το ένα τρίτο (23%) των εταιρειών παγκοσμίως που κινδυνεύουν από την απώλεια βιοποικιλότητας κοινοποιούν αυτόν τον κίνδυνο στις εταιρικές τους εκθέσεις αυτή τη στιγμή, σύμφωνα με τη διεθνή έρευνα της KPMG για τη Βιώσιμη Ανάπτυξη «The Time has Come» (ΚPMG Survey of Sustainability Reporting 2020) .

Ενώ στον πλανήτη μας χάνονται είδη με 1000πλάσια ταχύτητα σε σχέση με οποιαδήποτε άλλη στιγμή στην ιστορία της ανθρωπότητας και με περίπου US$ 44 τρις οικονομικής αξίας – άνω του μισού του παγκόσμιου ΑΕΠ – να εξαρτάται σε μέτριο ή μεγάλο βαθμό από τη φύση και τις υπηρεσίες της, γίνεται ξεκάθαρο ότι η ανάγκη για δράση επείγει.

Η παγκόσμια έρευνα της KPMG εξέτασε εταιρικές εκθέσεις από 5 200 εταιρείες – τις κορυφαίες 100 βάσει εσόδων από 52 διαφορετικές χώρες.

Ενώ είναι αξιοσημείωτο ότι 80% των μεγαλύτερων εταιρειών του κόσμου πλέον συμπεριλαμβάνουν τη βιώσιμη ανάπτυξη στις εκθέσεις τους, οι κίνδυνοι που σχετίζονται με τη βιοποικιλότητα γνωστοποιούνται σε χαμηλά ποσοστά από την παγκόσμια επιχειρηματική κοινότητα.

Λιγότερες από το ένα τρίτο (23%) των εταιρειών που είναι εκτεθειμένες στον κίνδυνο κοινοποιούν αυτήν τη στιγμή κινδύνους σε σχέση με τη βιοποικιλότητα. Σύμφωνα με την έρευνα, αυτό συμβαίνει παρά τις συνεχείς προειδοποιήσεις για την καταστροφή των οικοσυστημάτων και τις δυνητικά ολέθριες επιπτώσεις για τον άνθρωπο και την οικονομία. Ο εξορυκτικός κλάδος είναι ο μοναδικός στον οποίο το 51% των εταιρειών αναφέρει κινδύνους σε σχέση με την βιοποικιλότητα.

Οι εταιρείες της Λατινικής Αμερικής είναι πιο πιθανόν να αναφέρουν τους σχετικούς κινδύνους (31%), ενώ οι εταιρείες της Βόρειας Αμερικής καταγράφουν τα χαμηλότερα ποσοστά (13%).

Επιπλέον, η έρευνα αποκάλυψε ότι οι δύο Στόχοι Βιώσιμης Ανάπτυξης των Ηνωμένων Εθνών (SDGs) που εστιάζουν στην αντιμετώπιση της πρόκλησης για την παγκόσμια βιοποικιλότητα (Στόχος 14: Ζωή στο Νερό και Στόχος 15: Ζωή στη Στεριά) ιεραρχούνται χαμηλότερα από τις επιχειρήσεις παγκοσμίως σε σχέση με τους υπόλοιπους εκ των 17 Στόχων.

Ο Richard Threlfall, Head της KPMG IMPACT – μιας πρωτοβουλίας που συγκεντρώνει επαγγελματίες από εταιρείες της KPMG για την αντιμετώπιση των Στόχων Βιώσιμης Ανάπτυξης των Ηνωμένων Εθνών (SDGs) – αναφέρει:

«Οι επιχειρήσεις έχουν υποχρέωση να αναλάβουν το δικό τους ρόλο στην αντιμετώπιση της κρίσης της απώλειας βιοποικιλότητας, και ένα πρώτο βήμα προς αυτήν την κατεύθυνση είναι να αναγνωρίσουν ότι οι εφοδιαστικές τους αλυσίδες εξαρτώνται σε μεγάλο βαθμό από την φύση και τις υπηρεσίες του οικοσυστήματος. Είναι σημαντικό για όλες τις επιχειρήσεις να γνωστοποιούν τους κινδύνους που εγείρει η απώλεια της βιοποικιλότητας για αυτές, καθώς και τον αντίκτυπο που έχουν οι ίδιες στα οικοσυστήματα. Η έρευνά μας υποδηλώνει ότι οι περισσότερες εταιρείες έχουν ακόμα πολύ δρόμο να διανύσουν στο θέμα της γνωστοποίησης της πλήρους εικόνας των επιχειρηματικών κινδύνων από την απώλεια βιοποικιλότητας».

Ο Adrian King, ένας από τους συντάκτες της έρευνας και Partner της KPMG Αυστραλίας και Chair του δικτύου Climate Change & Sustainability της KPMG δηλώνει:

«Αν και οι κίνδυνοι που αφορούν την βιοποικιλότητα περιλαμβάνονται σε χαμηλά ποσοστά στις εκθέσεις, είμαι αισιόδοξος ότι υπάρχει η δυνατότητα ταχύτατης βελτίωσης. Έχουμε δει εντυπωσιακή πρόοδο στο θέμα της γνωστοποίησης των κινδύνων σε σχέση με το κλίμα από τις επιχειρήσεις από τη στιγμή που ιδρύθηκε η «Task Force on Climate-related Financial Disclosures (TCFD)» (Ειδική Ομάδα για τις Χρηματοοικονομικές Γνωστοποιήσεις σε σχέση με το Κλίμα) και αναμένω να δούμε παρόμοια τάση στις γνωστοποιήσεις που αφορούν τη φύση και την βιοποικιλότητα».

Ο Wim Bartels, ένας εκ των συντακτών της έρευνας και Corporate Reporting Partner της KPMG Ολλανδίας, σχολιάζει: «Πολλές εταιρείες αυτήν τη στιγμή δεν διαθέτουν επαρκή κατανόηση σχετικά με τον τρόπο με τον οποίο οι κίνδυνοι που αφορούν τη βιοποικιλότητα θα μπορούσαν να τις επηρεάσουν. Δεν έχουν επίσης πρόσβαση σε εργαλεία και μεθοδολογίες που θα τις βοηθούσαν να αναλύσουν και να γνωστοποιήσουν τις επιπτώσεις των κινδύνων αυτών. Με την ίδρυση οργανώσεων όπως η Ειδική Ομάδα για τις Χρηματοοικονομικές Γνωστοποιήσεις σε σχέση με το Κλίμα, οι γνωστοποιήσεις είναι πιθανόν να εκτοξευθούν απότομα ανοδικά».

Περαιτέρω βασικά ευρήματα της Έρευνας της  KPMG  για τη Βιώσιμη Ανάπτυξη (KPMG Survey of Sustainability Reporting 2020) είναι τα εξής:

  • Η Βόρεια Αμερική έχει το υψηλότερο ποσοστό αναφορών μεταξύ των περιοχών – 90% των εταιρειών της Βόρειας Αμερικής συμπεριλαμβάνουν τη βιώσιμη ανάπτυξη στις εκθέσεις τους.
  • Σχεδόν τα δύο τρίτα (65%) των εταιρειών που συμπεριλαμβάνουν τη βιώσιμη ανάπτυξη στις εκθέσεις τους παγκοσμίως έχουν πλέουν θέσει στόχους για μείωση των εκπομπών άνθρακα.
  • Περισσότερο από τα δύο τρίτα (69%) των εν λόγω εταιρειών συνδέουν τις επιχειρηματικές τους δραστηριότητες με τους Στόχους Βιώσιμης Ανάπτυξης των Ηνωμένων Εθνών (SDGs) στις εταιρικές τους εκθέσεις, αλλά λίγες (14%) γνωστοποιούν τους τρόπους με τους οποίους συμβάλλουν στα παγκόσμια προβλήματα που αποσκοπούν να επιλύσουν οι Στόχοι.
  • Οι Στόχοι που πιο συχνά τίθενται ως προτεραιότητα από τις επιχειρήσεις παγκοσμίως είναι ο Στόχος 8 – Αξιοπρεπής Εργασία και Οικονομική Ανάπτυξη, Στόχος 13 – Δράση για το Κλίμα, και Στόχος 12 – Υπεύθυνη Κατανάλωση και Παραγωγή.

Με αφορμή την έρευνα, η Έφη Κατσούλη, Γενική Διευθύντρια της KPMG στην Ελλάδα σχολίασε «Σε σχέση με τους Στόχους Βιώσιμης Ανάπτυξης των Ηνωμένων Εθνών (SDGs) και ειδικότερα ως προς τον Στόχο 8 (Δράση για το Κλίμα) είναι ενθαρρυντικό ότι η έρευνα καταδεικνύει ότι το 44% των 250 μεγαλύτερων εταιρειών (G250) έχουν αναθέσει την εποπτεία της ανταπόκρισής τους στην κλιματική αλλαγή σε επίπεδο Διοικητικού Συμβουλίου. Η πρακτική αυτή θα μπορούσε να αποτελέσει παράδειγμα για τις διοικήσεις των επιχειρήσεων στην Ελλάδα που επιθυμούν να επιδιώξουν μια ενεργή και υπεύθυνη στάση απέναντι στην κλιματική αλλαγή, ώστε οι αποφάσεις για τα θέματα αυτά να λαμβάνονται υπό την εποπτεία μιας επιτροπής του Διοικητικού Συμβουλίου (Climate Change & Sustainability Committee), η οποία θα μπορούσε να αναλάβει και τη γενικότερη επίβλεψη του προγράμματος Εταιρικής Υπευθυνότητας και Βιώσιμης Ανάπτυξης της επιχείρησης.»