Σημάδια ανάκαμψης από την πανδημία δείχνει η οικονομία της Ευρωζώνης

Σημάδια ανάκαμψης από την πανδημία δείχνει η οικονομία της Ευρωζώνης
Photo: pixabay.com

Η ανάκαμψη της οικονομίας της Ευρωζώνης από την ύφεση, στην οποία είχε πέσει λόγω του κορωνοϊού, ήταν πολύ ισχυρότερη τον Απρίλιο από ό,τι αναμενόταν καθώς ο τομέας παροχής υπηρεσιών προσαρμόστηκε στα lockdown και η δραστηριότητά του αυξήθηκε απρόσμενα, σύμφωνα με έρευνα της εταιρείας IHS Markit.

Με την Ευρώπη να αντιμετωπίζει ένα νέο κύμα κρουσμάτων κορονοϊού, οι κυβερνήσεις επέβαλαν ξανά αυστηρούς περιορισμούς για τον έλεγχο της μετάδοσής του, αναγκάζοντας κάποιες επιχειρήσεις να κλείσουν και ενθαρρύνοντας τους πολίτες να μένουν στα σπίτιά τους. Αυτό είχε οδηγήσει στην εκτίμηση για πολύ πιο αδύναμη ανάκαμψη το τρέχον τρίμηνο από ό,τι αναμενόταν μόλις ένα μήνα πριν, σύμφωνα με έρευνα του Reuters την περασμένη εβδομάδα.

Ωστόσο, ο προκαταρκτικός σύνθετος δείκτης υπεύθυνων προμηθειών (PMI) της Markit, που θεωρείται καλός δείκτης της κατάστασης της οικονομίας, αυξήθηκε σε υψηλό επίπεδο 9μήνου και στις 53,7 μονάδες από 53,2 τον Μάρτιο έναντι προσδοκιών για 52,8 μονάδες στην έρευνα του Reuters. Σημειώνεται ότι κάθε τιμή πάνω από τις 50 μονάδες υποδηλώνει αύξηση της δραστηριότητας.

«Η οικονομία της Ευρωζώνης φαίνεται να είναι στα πρόθυρα μίας εντυπωσιακής ανάκαμψης. Μόλις λίγους μήνες πριν φαινόταν να επανέρχεται ξανά στη θέση του αδύναμου κρίκου των αναπτυγμένων αγορών, με τους εμβολιασμούς να προχωρούν αργά, τα lockdown να επεκτείνονται και τη δημοσιονομική στήριξη να είναι μικρότερη (σε σχέση με τις άλλες αγορές)», δήλωσε στέλεχος της ING. «Η αλήθεια είναι ότι τα στοιχεία του πρώτου τριμήνου αναμένεται να δείξουν μείωση του ΑΕΠ, αλλά τα στοιχεία PMI για τον Απρίλιο προστίθενται σε αρκετά άλλα ενθαρρυντικά στοιχεία», πρόσθεσε.

Ο δείκτης PMI για τον κυρίαρχο τομέα των υπηρεσιών αυξήθηκε στις 50,3 μονάδες από 49,6 τον Μάρτιο και 49,1 που αναμενόταν από την έρευνα του Reuters. Παράλληλα, η δραστηριότητα του μεταποιητικού τομέα της Ευρωζώνης ήταν η εντονότερη από τα μέσα του 1997 που ξεκίνησε η συγκεκριμένη έρευνα.