ΙΝΣΕΤΕ: Η υπερφορολόγηση «γονατίζει» τα ελληνικά ξενοδοχεία

ΙΝΣΕΤΕ: Η υπερφορολόγηση «γονατίζει» τα ελληνικά ξενοδοχεία
Photo: Shutterstock
Παρά τις βελτιώσεις στη συνολική φορολογική ανταγωνιστικότητα της οικονομίας, ο ελληνικός τουρισμός παραμένει παγιδευμένος σε υπερφορολόγηση που περιορίζει την κερδοφορία, συμπιέζει τους μισθούς και συρρικνώνει τη σεζόν, σύμφωνα με νέα μελέτη του ΙΝΣΕΤΕ και της PwC.

Η υπερφορολόγηση των τουριστικών επιχειρήσεων και ειδικότερα των ξενοδοχείων εξακολουθεί να αποτελεί έναν από τους βασικότερους ανασταλτικούς παράγοντες της ανταγωνιστικότητας του ελληνικού τουρισμού, σύμφωνα με τη νέα μελέτη του ΙΝΣΕΤΕ που εκπόνησε η PwC.

Αν και η Ελλάδα έχει βελτιώσει αισθητά τη θέση της στην εταιρική φορολογία συνολικά (3η θέση έναντι 6ης το 2015), η φορολογική ανταγωνιστικότητα του τουρισμού παραμένει χαμηλή, με τη χώρα να κατατάσσεται ανάμεσα σε έξι ανταγωνίστριες τουριστικές αγορές: Ιταλία, Ισπανία, Κροατία, Τουρκία, Κύπρο και Πορτογαλία.

Η μελέτη αποκαλύπτει ότι το υψηλό ΦΠΑ διαμονής, το Τέλος Ανθεκτικότητας στην Κλιματική Κρίση και το μη μισθολογικό κόστος, κυρίως για τους υψηλότερους μισθούς, πλήττουν άμεσα την κερδοφορία των επιχειρήσεων. Ειδικότερα, τα Κέρδη προ Φόρων, Τόκων και Αποσβέσεων (ΚΠΦΤΑ) των ελληνικών ξενοδοχείων αντιστοιχούν μόλις στο 56,9% των δαπανών για φόρους και εισφορές, όταν στην Κύπρο το ποσοστό φτάνει το 171,1% και στην Πορτογαλία το 111,9%.

ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΑΚΟΜΑ

Ακριβή λειτουργία – χαμηλή απόδοση

Με ημερήσιο κόστος δίκλινου δωματίου 150 ευρώ, τα ελληνικά ξενοδοχεία έχουν το χαμηλότερο καθαρό έσοδο μεταξύ των χωρών που εξετάστηκαν, και έως 11,5% λιγότερο από τα κυπριακά. Αντίστοιχα, το συνολικό φορολογικό και ασφαλιστικό βάρος στην Ελλάδα ανέρχεται σε 29,8% της τιμής (44,7 ευρώ), σχεδόν διπλάσιο από το 16,1% της Κύπρου (24,1 ευρώ).

Το αποτέλεσμα είναι η λειτουργική κερδοφορία να είναι 38,4% χαμηλότερη από την κυπριακή και το «νεκρό σημείο» λειτουργίας – δηλαδή το επίπεδο εσόδων που καλύπτει τα κόστη – να διαμορφώνεται στα 124,6 ευρώ έναντι 108,7 ευρώ στην Κύπρο, δηλαδή 15% υψηλότερα. Αυτό σημαίνει ότι πολλά ελληνικά ξενοδοχεία αναγκάζονται να λειτουργούν μόνο στην υψηλή περίοδο, περιορίζοντας τη διάρκεια της τουριστικής σεζόν.

Μισθολογική πίεση και νέα επιβάρυνση

Ο εργαζόμενος στην Ελλάδα λαμβάνει το 63,5% του κόστους που καταβάλλει η επιχείρηση, έναντι 76,7% στην Κύπρο. Παρά τη βελτίωση σε σχέση με το 2015 (όταν το ποσοστό ήταν μόλις 50%), η διαφορά παραμένει σημαντική.

Η εισαγωγή του νέου Τέλους Ανθεκτικότητας στην Κλιματική Κρίση από 1ης Ιανουαρίου 2025, που αντικατέστησε το Τέλος Διανυκτέρευσης, επιβαρύνει περαιτέρω τον κλάδο. Αν και διαφοροποιείται ανάλογα με την περίοδο, πλήττει δυσανάλογα τα καταλύματα χαμηλότερων τιμών και τους λιγότερο τουριστικούς προορισμούς, επιτείνοντας τις περιφερειακές ανισότητες.

Συνδυασμένο βάρος ρυθμίσεων και γραφειοκρατίας

Η μελέτη του ΙΝΣΕΤΕ υπογραμμίζει ότι πέρα από τη φορολογία, η πολυπλοκότητα του θεσμικού περιβάλλοντος αυξάνει το συνολικό κόστος λειτουργίας. Σύμφωνα με το TMF Group, η Ελλάδα βρίσκεται στην πρώτη (χειρότερη) θέση παγκοσμίως σε δείκτη πολυπλοκότητας επιχειρηματικών διαδικασιών, ενώ στον δείκτη Travel & Tourism Development Index 2024 του World Economic Forum, η χώρα κατατάσσεται 21η συνολικά, αλλά μόλις 52η ως προς το επιχειρηματικό περιβάλλον.

Το αποτέλεσμα, σύμφωνα με το ΙΝΣΕΤΕ, είναι η υπερφορολόγηση και η γραφειοκρατία να περιορίζουν την επενδυτική δυναμική και να απειλούν τη βιωσιμότητα μικρότερων μονάδων, ιδίως σε περιοχές χαμηλής τουριστικής ζήτησης.

ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΠΕΡΙΣΣΟΤΕΡΕΣ ΕΙΔΗΣΕΙΣ: