Ποιος ήταν πραγματικά ο Μοχάμεντ Άλι;

Ποιος ήταν πραγματικά ο Μοχάμεντ Άλι;

Ο Ali δεν ήταν απλά ένας αθλητής...

του Σον Γκρέγκορι

Ο Μοχάμεντ Άλι, ο σόουμαν βαρέων βαρών που συγκλόνισε τον κόσμο με το στυλ του στο μποξ, το απρόβλεπτο χιούμορ του και την ευγενή του γενναιοδωρία, πέθανε την Παρασκευή. Ήταν 74 ετών. Ο Ali, πρώην Cassius Clay, δεν ήταν απλά ένας αθλητής που έφερε μέσα του την εποχή στην οποία έζησε. Τη διαμόρφωσε. Υπήρξε αντιρρησίας συνείδησης στον πόλεμο του Βιετνάμ, και στράφηκε εναντίον μιας χώρας που υποτίθεται ότι αγωνιζόταν για την ελευθερία στην άλλη πλευρά του πλανήτη ενώ εντός της οι δικοί της μαύροι πολίτες στερούνταν βασικά δικαιώματα. Το παράδειγμά του ενέπνευσε μια γενιά. Ο Ali αρνήθηκε να υπηρετήσει στο Βιετνάμ, καταδικάστηκε για ανυποταξία, και στερήθηκε έτσι τον τίτλο του πρωταθλητή βαρέων βαρών που είχε κερδίσει από τον Sonny Liston το 1964.

Φανταστείτε, για μια στιγμή, έναν αθλητή του 21ου αιώνα ο οποίος μπορούσε να προσελκύσει ένα ακροατήριο με προέδρους κρατών και τον Πάπα, τον Dalai Lama, τον Castro, τον Idi Amin και τον Saddam Hussein. Ο Ali θα μπορούσε να είναι ο πιο διάσημος άνθρωπος πάνω στη γη. Η αρρώστια στέρησε από τον Ali την ομιλία του στο τελευταίο στάδιο της ζωής του. Αλλά τα ειρηνευτικές ταξίδια του, οι προσπάθειες συγκέντρωσης χρημάτων για την έρευνα κατά της νόσου του Πάρκινσον, και η υποστήριξή του προς την UNICEF, το θεσμό των Special Olympics και πολλές άλλες φιλανθρωπικές οργανώσεις ήταν το πιο σαφές του μήνυμα.

«Ο Muhammad Ali δεν ήταν μόνο ο Αφροαμερικανός πυγμάχος· ανήκε σε όλους», έγραψε η ποιήτρια Maya Angelou στο βιβλίο Muhammad Ali: Through the Eyes of the World που εκδόθηκε το 2001. «Αυτό σημαίνει ότι η επίδρασή του δεν γνωρίζει ήπειρο, γλώσσα, χρώμα δέρματος, ή ωκεανό».

Ο Ali ήταν επίσης και μια υπενθύμιση του τι έχει χάσει πλέον η πυγμαχία. Κάποιοι κλασικοί αγώνες του Ali υπήρξαν αριστουργήματα του είδους. Αν και ο Ali έπαιζε με τον George Foreman στο Ζαΐρ, ο ηλεκτρισμός χυνόταν στο σαλόνι σου μέσα από τον τηλεοπτικό δέκτη.

Ο Muhammad Ali γεννήθηκε ως Cassius Marcellus Clay Jr. στην πόλη Louisville στις 17 Ιανουαρίου του 1942. Ο πατέρας του, Cassius ο πρεσβύτερος, ήταν ένας ζωγράφος πινακίδων «με περιορισμένο καλλιτεχνικό ταλέντο και μεγάλη όρεξη για να πίνει τζιν», σύμφωνα με το Sports Illustrated. Η μητέρα του, Odesssa, εργαζόταν ως εσωτερική παραδουλεύτρα. Οι πρόγονοί του Clay ήταν σκλάβοι στις φυτείες ενός πολιτικού από το Κεντάκι ο οποίος ήταν πληρεξούσιος υπουργός του Lincoln στη Ρωσία. Είχε έναν Ιρλανδό προπάππου που ονομαζόταν Abe Grady. Αλλά κανένα ίχνος λευκού αίματος δεν μπορούσε να προστατεύσει τον νέο Cassius από τις προσβολές του φυλετικού διαχωρισμού στο Louisville. Για παράδειγμα, ο Clay είπε ότι όταν ήταν 8 ή 9 χρονών, ένας λευκός άνδρας τον παρενόχλησε ενώ έπαιζε με τους φίλους κοντά στις σιδηροδρομικές γραμμές, σέρνοντας τον απ’ τον γιακά του και φωνάζοντας «σκάσε μικρέ νέγρε» ενώ ο Clay προσπαθούσε να αντισταθεί (ένα άλλο άτομο επενέβη και έσωσε τον Clay). «Γιατί δεν μπορώ να είμαι πλούσιος;» ρώτησε κάποτε ο Clay τον πατέρα του. Ο Cassius ο πρεσβύτερος άγγιξε το χέρι του γιου του. «Κοίτα εδώ», είπε. «Αυτός είναι ο λόγος για τον οποίο δεν μπορεί να είσαι πλούσιος».

Τον Οκτώβριο του 1954, όταν ο Clay ήταν 12 ετών, ο ίδιος κι ένας φίλος του πήγαν με τα ποδήλατά τους σε ένα παζάρι στη Louisville και πέρασαν την ημέρα τρώγοντας δωρεάν ποπ κορν και γλυκά. Όταν ήρθε η ώρα να πάνε σπίτι, ο Clay ανακάλυψε ότι το ποδήλατό του είχε κλαπεί. Ένας λευκός αστυνομικός που ονομαζόταν Joe Martin βρισκόταν στον κάτω όροφο, σε ένα γυμναστήριο για μποξ, και ο Clay κλαίγοντας ανέφερε την κλοπή σ’ αυτόν. Ο Clay ορκίστηκε ότι θα χτυπούσε όποιον το είχε πάρει. Ο Martin, ο οποίος επίσης εκπαίδευε μποξέρ και ήταν παραγωγός ενός τοπικού τηλεοπτικού show πυγμαχίας, ‘Tomorrow’s Champions’, απάντησε: «Λοιπόν, καλύτερα να μάθεις μποξ προτού αρχίσεις να προκαλείς τους ανθρώπους ότι θα τους χτυπήσεις». Και έτσι γεννήθηκε ο μεγαλύτερος πυγμάχος του κόσμου.

Ο Clay άρχισε την εκπαίδευσή του στην πυγμαχία την επόμενη μέρα, στο γυμναστήριο του Martin. «Δεν ήξερε τη διαφορά μεταξύ ενός αριστερού hook και μιας κλωτσιάς στον …πισινό» είπε ο Martin στο Sports Illustrated. «Αλλά αναπτύχθηκε αρκετά γρήγορα».

Εκτός από τις επιδόσεις του στην πυγμαχία, ο Clay έγινε γνωστός και για την πολιτική του παρουσία. Άκουσε για πρώτη φορά για τον Elijah Muhammad, ηγέτη του Έθνους του Ισλάμ, σε ένα τουρνουά Golden Gloves στο Σικάγο το 1959. Είχε διαβάσει μια εφημερίδα του «Έθνους του Ισλάμ» πριν πάει στους Ολυμπιακούς της Ρώμης, όπου και κέρδισε το χρυσό μετάλλιο. Ο Ali είπε ότι ο θάνατος του Emmett Till, του 14χρονου που δολοφονήθηκε και ακρωτηριάστηκε στο Μισισιπή το 1955 επειδή υποτίθεται ότι φλέρταρε με μια λευκή γυναίκα, είχε μια βαθιά επίδραση πάνω του. «Στη δική μου ζωή, υπήρχαν μέρη που δεν μπορούσα να πάω, μέρη που δεν μπορούσα να φάω», έλεγε ο Ali. «Έχω κερδίσει ένα χρυσό μετάλλιο εκπροσωπώντας τις Ηνωμένες Πολιτείες στους Ολυμπιακούς Αγώνες, και όταν ήρθα σπίτι στο Louisville, συνέχισαν να με αντιμετωπίζουν ως νέγρο. Υπήρχαν μερικά εστιατόρια στα οποία δεν με σέρβιραν».

Για το «Έθνος του Ισλάμ» – επίσης γνωστό και ως κίνημα των Μαύρων Μουσουλμάνων – οι λευκοί ήταν το κακό. Σε μια συνέντευξή του στην εφημερίδα Louisville Courier, ο Clay παραδέχθηκε τη σύνδεσή του με τους μουσουλμάνους. «Η ένταξη είναι λάθος», είπε ο Clay. «Οι λευκοί άνθρωποι δεν θέλουν την ένταξη. Δεν πιστεύω στην επιβολή της ένταξης, και οι Μουσουλμάνοι δεν πιστεύουν σ’ αυτήν». Η Miami Herald ανέφερε ότι ο πατέρας του Clay επιβεβαίωσε πως ο γιος του ήταν μουσουλμάνος. Ο Cassius Clay ο πρεσβύτερος κατηγόρησε το «Έθνος του Ισλάμ» ότι είχε κάνει πλύση εγκεφάλου στον γιο του κι ότι έκλεβε τα χρήματά του.

Για πολλούς, όμως, ο Clay δεν ήταν πλέον απλά ένας αθλητής. Ο Malcolm X είπε γι’ αυτόν: «ο Clay είναι ο καλύτερος νέγρος αθλητής που έχω γνωρίσει ποτέ, ο άνθρωπος που θα σημαίνει περισσότερα για τον λαό του από κάθε αθλητή πριν απ’ αυτόν». Και τη νύχτα της 6ης Μαρτίου 1964, ο Elijah Muhammad πρότεινε στον Clay να αλλάξει το όνομά του: «Αυτό το όνομα Clay δεν έχει κανένα νόημα. Ελπίζω ότι θα δεχτεί να έχει ένα καλύτερο όνομα. Θα τον ονομάσω Muhammad Ali κι αυτό θα είναι το όνομά του όσο αυτός πιστεύει στον Αλλάχ και με ακολουθεί».

Ο Ali χαρακτήρισε την αλλαγή του ονόματος «ένα από τα πιο σημαντικά πράγματα» που συνέβησαν στη ζωή του. «Με απελευθέρωσε από την ταυτότητα που έδωσαν στην οικογένειά μου τα αφεντικά της» είπε. Τον Ιούνιο του 1965 ζήτησε την ακύρωση του γάμου από την πρώτη σύζυγό του, μια σερβιτόρα από το Σικάγο που ονομαζόταν Sonji Roi, λιγότερο από ένα χρόνο μετά τον γάμο τους, επειδή αυτή δεν συμμορφωνόταν με ισλαμικούς κανόνες όπως π.χ. να φοράει σεμνά φορέματα.

Ο Malcolm X αποκόπηκε από το «Έθνος του Ισλάμ» το 1964, αμέσως μετά την επιστροφή του από ένα ταξίδι στη Μέκκα, όπου και άλλαξε τις απόψεις του σχετικά με τις φυλετικές σχέσεις. Τον Φεβρουάριο του 1965, ο Malcolm X δολοφονήθηκε στο Audubon Ballroom του Χάρλεμ: οι υποστηρικτές του πιστεύουν ότι ο Elijah Muhammad διέταξε το χτύπημα. «Πίστευα ότι ο Malcolm ήταν λάθος κι ότι ο Elijah ήταν αγγελιοφόρος του Θεού», δήλωσε ο Ali αργότερα. «Ήμουν στο Μαϊάμι όταν άκουσα ότι ο Malcolm είχε πυροβοληθεί. Κάποιοι αδελφός ήρθε στο διαμέρισμά μου και μου είπε τι συνέβη. Ήταν κρίμα και ντροπή που πέθανε έτσι, γιατί αυτό που είχε δει ο Malcolm ήταν σωστό, και αφού μας άφησε ακολουθήσαμε τον δρόμο του ούτως ή άλλως. Δεν είναι το χρώμα που κάνει έναν άνθρωπο διάβολο. Είναι η καρδιά, η ψυχή και το μυαλό που μετράνε».

Τον Ιανουάριο του 1964, ο Ali συμμετείχε στην στρατιωτική εξέταση προσόντων. Όμως, η βαθμολογία του ως προς τη διανοητική ικανότητά του ήταν κάτω από το ελάχιστο όριο που είχε θέσει ο στρατός των ΗΠΑ. «Είπα ότι είμαι ο μεγαλύτερος, όχι ο εξυπνότερος» δήλωσε χαριτολογώντας. Με τον πόλεμο του Βιετνάμ να κλιμακώνεται, όμως, ο στρατός μείωσε τα κατώτατα όρια κατάταξης. Έτσι, τον Φεβρουάριο του 1966, ο Ali κρίθηκε ικανός για κατάταξη. Το αίτημά του για αναβολή απορρίφθηκε. Και η αντίδρασή του τον μετέτρεψε σε παρία του έθνους: «Εγώ δεν έχω να χωρίσω τίποτα με τους Βιετκόνγκ».

Ο Ali εξέφρασε την περιφρόνησή του για την πολιτική των ΗΠΑ πριν καν διογκωθεί το αντιπολεμικό κίνημα. Συντάκτες εφημερίδων τον αποκαλούσαν «τον πιο αηδιαστικό χαρακτήρα που εμφανίστηκε ποτέ στην αθλητική σκηνή» και τον «μεγαλύτερο αλήτη όλων των εποχών». Αγώνες του άρχισαν να ακυρώνονται, και πολιτικοί και εφημερίδες ζητούσαν από τον κόσμο το μποϊκοτάρισμα κάθε αθλητικής εκδήλωσης στην οποία συμμετείχε. Τελικά, η επιμονή του να μην καταταγεί στον στρατό οδήγησε σε αφαίρεση των τίτλων του και της άδειας πυγμαχίας του. Στα 25 μόλις χρόνια του, ο Ali αναγκάστηκε να μείνει εκτός του αθλήματος για τρεισήμισι χρόνια.

Η στάση του συμπυκνώνεται στα ακόλουθα λόγια: «Δεν μπορώ να συμμετέχω σε κάτι όπου θα βοηθάω στη δολοφονία σκουρόχρωμων Ασιατών οι οποίοι δεν με λύντσαραν ποτέ, δεν μου στέρησαν την ελευθερία, τη δικαιοσύνη και την ισότητα, και ούτε δολοφόνησαν τους ηγέτες μου». Τον Ιούνιο του 1967 καταδικάστηκε σε φυλάκιση πέντε χρόνων για ανυποταξία. Μέσω της διαδικασίας εφέσεων κατάφερε να μην φυλακιστεί, αλλά δυσκολεύτηκε πολύ να επιστρέψει στα ρινγκ, κάτι που έγινε το 1970. Και στις 28 Ιουνίου 1971, το Ανώτατο Δικαστήριο με ψήφους 8-0 απέρριψε την καταδίκη του Ali για ανυποταξία λέγοντας ότι ο ίδιος έπρεπε να αναγνωριστεί ως αντιρρησίας συνείδησης.

Τον Ιούνιο του 1979, αποσύρθηκε από την πυγμαχία. Ήταν ο μόνος πυγμάχος βαρέων βαρών που είχε κερδίσει τον τίτλο του παγκόσμιου πρωταθλητή τρεις φορές.

Διαγνώστηκε με το σύνδρομο Πάρκινσον το 1984. Παρά την πάθησή του, έζησε τις τρεις τελευταίες δεκαετίες της ζωής του ως μια πνευματική δύναμη, και αναδείχθηκε σε έναν από τους μεγαλύτερους ανθρωπιστές της Αμερικής. Παρέδωσε τρόφιμα και φάρμακα σε παιδιά στην Ινδονησία και στο Μαρόκο, καθώς και σε ένα ορφανοτροφείο για πρόσφυγες στην Ακτή Ελεφαντοστού. Το 1996, τρία δισεκατομμύρια άνθρωποι τον είδαν να ανάβει την Ολυμπιακή φλόγα στην Ατλάντα – το τρεμάμενο χέρι του με τη δάδα παραμένει η πιο δυνατή στιγμή εκείνων των Ολυμπιακών Αγώνων.

Ο Πρόεδρος Obama έγραψε γι’ αυτόν το 2009: «Αυτός είναι ο Muhammad Ali που μας εμπνέει σήμερα – ο άνθρωπος που πιστεύει ότι η πραγματική επιτυχία έρχεται όταν επανερχόμαστε μετά την πτώση. Μας έδειξε ότι μέσω της πίστης και της αγάπης, ο καθένας από εμάς μπορεί να κάνει τον κόσμο καλύτερο. Είναι και θα είναι ο πρωταθλητής».

Ο Μεγαλύτερος.