Πλήρης και τελεσίδικη δικαίωση του Δημοσίου για το Βατοπέδι

Πλήρης και τελεσίδικη δικαίωση του Δημοσίου για το Βατοπέδι

Μετά από 12 χρόνια δικαστικής διαμάχης, η υπόθεση φαίνεται να τελεσιδικεί με την απόφαση του Τριμελούς Εφετείου Κομοτηνής.

H με αριθμό 197/2015 δικαστική απόφαση του Τριμελούς Εφετείου Κομοτηνής, που φέρει ως ημερομηνία έκδοσης την 29η Δεκεμβρίου 2015, αναγνωρίζει την κυριότητα του ελληνικού Δημοσίου επί της λίμνης Βιστωνίδας και όλων των παραλιμνίων εκτάσεων και απορρίπτει την αγωγή της Μονής Βατοπεδίου, που διεκδικούσε τις παραλίμνιες εκτάσεις της λίμνης Βιστωνίδας, συνολικού εμβαδού 27.000 στρεμμάτων.

Με βάση την πρωτόδικη απόφαση του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Ροδόπης, η αγωγή της Μονής Βατοπεδίου είχε γίνει δεκτή εν μέρει και μόνο για 3.000 από τα 27.000 στρέμματα που διεκδικούσε με βάση αυτοκρατορικά χρυσόβουλα του Βυζαντίου. Επί της απόφασης αυτής, η Μονή Βατοπεδίου είχε ασκήσει έφεση, διεκδικώντας την κυριότητα όλων των παραλιμνίων εκτάσεων ? όπως επίσης έφεση είχε ασκήσει και το ελληνικό Δημόσιο.

Υπέρ της Μονής είχαν ταχθεί το Πατριαρχείο Κωνσταντινουπόλεως, ο Πανάγιος Τάφος και η Κοινότητα του Αγίου Όρους, προκειμένου να μην διαταραχθεί το κύρος των χρυσοβούλων, με τα οποία κατέχουν άλλες εκτάσεις.

Το Τριμελές Εφετείο Κομοτηνής, με πρόεδρο τον Χρήστο Τζανερίκο, εισηγήτρια τη Μυρσίνη Παπαχίου και μέλος τον Μιχάλη Κακαμανούδη, δικαιώνει πλήρως στην τελεσίδικη απόφασή του το ελληνικό Δημόσιο, το οποίο διατηρεί την κυριότητα, τόσο στη λίμνη, όσο και στις παραλίμνιες εκτάσεις.

Σύμφωνα με νομικούς κύκλους που παραστάθηκαν σε δίκες ως συνήγοροι της Μονής Βατοπεδίου και μίλησαν στο ΑΠΕ-ΜΠΕ, η ουσία της απόφασης του Εφετείου, είναι ότι δέχεται αφενός ότι οι τίτλοι που προσκομίζει η Μονή δεν αποδεικνύουν την κυριότητά της στην λίμνη, ενώ ακυρώνει παράλληλα, όλες τις προηγούμενες πράξεις που έχουν εκδοθεί από το 2000 και εντεύθεν, σύμφωνα με τις γνωμοδοτήσεις του Γνωμοδοτικού Συμβουλίου Δημοσίων Κτημάτων.

Το Τριμελές Εφετείο Κομοτηνής, αναγνωρίζει πως οι γνωμοδοτήσεις υπέρ των επιχειρημάτων της Μονής ανακλήθηκαν εγκύρως από το ελληνικό Δημόσιο, ενώ βάλει κατά του κύρους των ανταλλαγών, θεωρώντας ότι αυτές δεν παράγουν έννομο αποτέλεσμα. Στο θέμα των χρυσόβουλων, εμμέσως πλην σαφώς, η απόφαση επιχειρηματολογεί ότι δεν αποδεικνύουν κυριότητα εξαιτίας του ασαφούς περιεχομένου τους.

Σύμφωνα με τις ίδιες – προσκείμενες στη Μονή – πηγές, η απόφαση δεν θεωρεί ότι όσες εκτάσεις περιγράφονται στο συγκεκριμένο χρυσόβουλο είναι αυτές που ταυτοποιούνται στην περιοχή της λίμνης Βιστωνίδας και των παραλίμνιων εκτάσεων της:

«Το σκεπτικό της απόφασης ακροβατούσε ανάμεσα σε δύο εκδοχές που είχαν και οι δύο ομολογουμένως επιχειρήματα», σημειώνουν οι νομικοί παραστάτες της Μονής. «Δύο καθηγητές του πανεπιστημίου Αθηνών, οι κύριοι Σπυριδάκης και Κονιδάρης είχαν εκφραστεί υπέρ της Μόνης ενώ οι καθηγητές Σταθόπουλος και Γεωργιάδης είχαν υποστηρίξει το αντίθετο. Υποστήριξαν, συγκεκριμένα, ότι το 1930 στην σύμβαση που έγινε μεταξύ ελληνικού Δημοσίου και Μονής, το Δημόσιο, ενώ πήρε από την Μονή 40.000 στρέμματα κατά πλήρη κυριότητα, στην Μονή δόθηκε μόνο το δικαίωμα εκμεταλλεύσεως και κατοχής της λίμνης Βιστωνίδας και όχι η κυριότητα. Αυτό κρατά μέχρι και σήμερα. Άρα, ποτέ δεν αποκόπηκε το ελληνικό Δημόσιο από την κυριότητά του στην περιοχή», σύμφωνα με αυτό το σκεπτικό.