«Πόλεμος» ΗΠΑ-Γερμανίας-ΔΝΤ για το ελληνικό χρέος

«Πόλεμος» ΗΠΑ-Γερμανίας-ΔΝΤ για το ελληνικό χρέος
epa05572011 Inter-American Development Bank (IADB) President Luis Alberto Moreno (L), Paraguayan Finance Minister Santiago Pena Palacios (2L), IMF Managing Director Christine Lagarde (2R) and World Bank President Jim Yong Kim participate in the eighth meeting of the Finance Minister of the Americas and the Caribbean at the Inter-American Development Bank in Washington, DC, USA, 05 October 2016. The meeting runs concurrent to the 2016 Annual meetings of the International Monetary Fund and World Bank Group. EPA/SHAWN THEW

Λαγκάρντ και Λιου επαναλαμβάνουν σε κάθε τόνο αυτό για το οποίο ο Σόιμπλε δεν θέλει καν να μιλήσει.

Σε μια μάχη με φόντο το ελληνικό χρέος εξελίσσεται τις τελευταίες ώρες η ετήσια σύνοδος ΔΝΤ – Παγκόσμιας Τράπεζας, έπειτα από τις τοποθετήσεις Λαγκάρντ, Σοιμπλε και Λιου.

Όπως είπαν την Πέμπτη η επικεφαλής του ΔΝΤ και ο Αμερικανός υπουργός Οικονομικών, το ελληνικό χρέος δεν είναι βιώσιμο και η απόφαση για μέτρα ελάφρυνσης θα πρέπει να πραγματοποιηθεί το συντομότερο δυνατό.

«Ήταν σημαντικό ότι στην τελευταία συμφωνία που έκανε η Ελλάδα με τους εταίρους της αποφασίσθηκε ότι η αναδιάρθρωση του χρέους έπρεπε να βρίσκεται στο τραπέζι. Ότι το χρέος δεν είναι βιώσιμο, και ότι η Ελλάδα έπρεπε να σημειώσει πρόοδο στην υλοποίηση του σχεδίου. Και πως στη συνέχεια θα πρέπει να υπάρξει μια συναίνεση που θα περιλαμβάνει και αναδιάρθρωση του χρέους. Πάντα πίστευα ότι το συντομότερο που θα φθάσουμε σε αυτό, το καλύτερο, διότι η μόνη σταθερή απάντηση σε ένα μη βιώσιμο χρέος, είναι η αναδιάρθρωση του χρέους. Όσο καθυστερείς να το κάνεις, τόσο πιο δύσκολο γίνεται για την οικονομία που στηρίζει το χρέος», ήταν τα λόγια του Τζακ Λιου.

«Δεν έχουν αλλάξει οι όροι μας. Χρειάζονται σοβαρές μεταρρυθμίσεις και βιώσιμο χρέος», τόνισε. Έχουμε δείξει ευελιξία για το θέμα της βιωσιμότητα αλλά έχουμε επίσης ξεκαθαρίσει ότι το χρέος αυτή τη στιγμή δεν είναι βιώσιμο», σχολίασε η Κριστίν Λαγκάρντ.

Παρόλα αυτά ο Γερμανός υπουργός Οικονομικών, Βόλφγκανγκ Σόιμπλε, επέμεινε στις πάγιες θέσεις της Γερμανίας όσον αφορά το ελληνικό χρέος, παραπέμποντας στην ουσία τις όποιες αποφάσεις στο μέλλον –και ειδικότερα μετά τις εκλογές του 2017. Ο Σόιμπλε υποστήριξε σε πάνελ στο πλαίσιο της συνόδου ΔΝΤ-Παγκόσμιας Τράπεζας ότι η συζήτηση για το χρέος «παραπλανεί τους Έλληνες» κι ότι στην πραγματικότητα η Ελλάδα δεν αντιμετωπίζει πρόβλημα χρέους, αλλά πρόβλημα ανταγωνιστικότητας.

Ούτε στο θέμα της Ελλάδας δεν μπορεί να αποκρυβούν οι διαφωνίες μεταξύ της επικεφαλής του Διεθνούς Νομισματικού Ταμείου με τον Βόλφγκανγκ Σόιμπλε, γράφει η εφημερίδα Handelblatt σε ανταπόκρισή της από την Ουάσινγκτον με τίτλο «ΔΝΤ και Γερμανία: Κρίση σχέσης».

O Γερμανός υπουργός Οικονομικών δεν θέλει καν να μιλά για ελάφρυνση του χρέους, σημειώνει η γερμανική οικονομική εφημερίδα και παραθέτει τη φράση του Σόιμπλε σε εκπομπή του CNN στην οποία ήταν καλεσμένος μαζί με την Κριστίν Λαγκάρντ: «Τα χρέη δεν είναι το πρόβλημα της Ελλάδας. Σε τελευταία ανάλυση η Αθήνα δεν πρέπει να καταβάλει τα επόμενα χρόνια τίποτα για την εξυπηρέτηση του χρέους».

Αξίζει να σημειωθεί ότι από τον Οκτώβριο του 2015 ο διοικητής της ΕΚΤ, Μάριο Ντράγκι, έχει σημειώσει ότι το ελληνικό χρέος χρειάζεται ελάφρυνση, αναφέροντας στην ουσία ότι δεν είναι βιώσιμο. Μάλιστα, ο Ντράγκι είχε απαντήσει στις αρχές Σεπτεμβρίου φέτος, σε ερώτηση του ευρωβουλευτή Δημήτρη Παπαδημούλη, ότι η εξαίρεση της Ελλάδας από τις μηνιαίες αγορές ομολόγων της ΕΚΤ ύψους 80 δισ. ευρώ –που θα σημάνει μια έξτρα ένεση ρευστότητας για την ελληνική οικονομία- δεν προχωρά διότι η Ελλάδα δεν έχει περάσει ακόμη την ανάλυση για τη βιωσιμότητα του χρέους.

«Το ακριβές χρονοδιάγραμμα για την απόκτηση διαπραγματεύσιμων αξιών που έχει εκδώσει ή εγγυάται η Ελληνική Δημοκρατία στο πλαίσιο του προγράμματος (PSPP) δεν μπορεί να προσδιοριστεί αυτή τη στιγμή», είχε απαντήσει ο Μάριο Ντράγκι, συμπληρώνοντας ότι τα μέτρα ελάφρυνσης του ελληνικού χρέους βρίσκονται ακόμη υπό εξέταση από τους δανειστές της χώρας, καθιστώντας δύσκολη μία τέτοια ανάλυση – κι επομένως αδύνατη τη συμμετοχή της Ελλάδας στο πρόγραμμα αγοράς ομολόγων με ό,τι αυτό συνεπάγεται για την πορεία της εγχώριας οικονομίας και την ανάκτηση της εμπιστοσύνης από τους επενδυτές.