Το διαδίκτυο ίσως να αλλάζει τον ανθρώπινο εγκέφαλο

Το διαδίκτυο ίσως να αλλάζει τον ανθρώπινο εγκέφαλο
Photo: pixabay.com
Τί φανερώνουν τα ευρήματα μιας νέας διεθνούς έρευνας.

Μια διεθνής ομάδα ερευνητών από το Πανεπιστήμιο του Δυτικού Σύδνεϋ, το Πανεπιστήμιο του Χάρβαρντ, το King’s College, το Πανεπιστήμιο της Οξφόρδης και το Πανεπιστήμιο του Μάντσεστερ διαπίστωσε ότι το Διαδίκτυο μπορεί να προκαλέσει οξείες και διαρκείς αλλαγές σε συγκεκριμένες περιοχές γνωστικής λειτουργίας, οι οποίες μπορεί να αντανακλούν αλλαγές στον εγκέφαλο, επηρεάζοντας τις ικανότητες συγκέντρωσης, τις διαδικασίες μνήμης, και τις κοινωνικές αλληλεπιδράσεις.

Στην ερευνητική εργασία τους, που δημοσιεύθηκε στην επιθεώρηση World Psychiatry – την κορυφαία επιστημονική επιθεώρηση παγκοσμίως στον κλάδο της ψυχιατρικής – οι ερευνητές εξέτασαν βασικές υποθέσεις σχετικά με το πώς το διαδίκτυο μπορεί να μεταβάλλει τις γνωστικές διαδικασίες, και μελέτησαν περαιτέρω τον βαθμό στον οποίο οι υποθέσεις αυτές υποστηρίζονται από πρόσφατα ευρήματα της ψυχιατρικής και νευροαπεικονιστικής έρευνας.

Η εκτενής έκθεση, με επικεφαλής τον Δρ. Joseph Firth, Ανώτερο Ερευνητή στο Ινστιτούτο Έρευνας για την Υγεία NICM του Πανεπιστημίου του Δυτικού Σύδνεϋ και Επίτιμο Ερευνητή στο Πανεπιστήμιο του Μάντσεστερ, συνδύασε τα στοιχεία για να εξάγει αναθεωρημένα μοντέλα ως προς το πώς το διαδίκτυο μπορεί να επηρεάζει τη δομή, τη λειτουργία και τη γνωστική ανάπτυξη του εγκεφάλου.

«Τα βασικά ευρήματα αυτής της έκθεσης είναι ότι τα υψηλά επίπεδα χρήσης του διαδικτύου θα μπορούσαν πράγματι να επηρεάσουν πολλές λειτουργίες του εγκεφάλου. Παραδείγματος χάριν, η απεριόριστη ροή προτροπών και ειδοποιήσεων από το διαδίκτυο μάς ενθαρρύνει να συνεχίσουμε να έχουμε μια διχασμένη προσοχή – η οποία στη συνέχεια μπορεί με τη σειρά της να περιορίσει την ικανότητά μας να παραμένουμε συγκεντρωμένοι σε ένα μόνο καθήκον», δήλωσε ο Δρ. Firth.

«Επιπλέον, ο διαδικτυακός κόσμος πλέον αποτελεί για μας έναν τεράστιο και συνεχώς προσβάσιμο πόρο για δεδομένα και πληροφορίες, που μπορεί να γίνει δικός μας με ένα κλικάρισμα. Το γεγονός ότι διαθέτουμε ατελείωτες πληροφορίες για τον κόσμο κυριολεκτικά στα χέρια μας ίσως μπορεί να αρχίσει να αλλάζει τους τρόπους με τους οποίους αποθηκεύουμε – ή ακόμα και αξιολογούμε – γεγονότα και γνώσεις στην κοινωνία και στον εγκέφαλο».

Η πρόσφατη εισαγωγή και ευρεία υιοθέτηση αυτών των διαδικτυακών τεχνολογιών, μαζί με τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης, προκαλούν επίσης ανησυχία σε ορισμένους εκπαιδευτικούς και γονείς. Οι κατευθυντήριες γραμμές του Παγκόσμιου Οργανισμού Υγείας για το 2018 συνιστούν τα μικρά παιδιά (ηλικίας 2-5 ετών) να μην εκτίθενται σε οθόνη για πάνω από μία ώρα ημερησίως. Ωστόσο, η έκθεση διαπίστωσε επίσης ότι η συντριπτική πλειοψηφία των ερευνών που εξετάζουν τις επιπτώσεις του διαδικτύου στον εγκέφαλο έχουν διεξαχθεί σε ενήλικες – και έτσι χρειάζεται περισσότερη έρευνα για να προσδιοριστούν τα οφέλη και τα μειονεκτήματα της χρήσης του διαδικτύου στους νέους.

Ο Δρ. Firth λέει ότι, αν και χρειάζεται περισσότερη έρευνα, η αποφυγή των πιθανών αρνητικών επιπτώσεων είναι αρκετά απλή: απαιτεί απλώς την εξασφάλιση ότι τα παιδιά δεν θα περιορίσουν άλλες σημαντικές αναπτυξιακές δραστηριότητες, όπως η κοινωνική αλληλεπίδραση και η άσκηση, αφιερώνοντας υπερβολικό χρόνο στις ψηφιακές συσκευές.

«Για τον σκοπό αυτό, υπάρχουν επίσης διαθέσιμες μυριάδες εφαρμογές και προγράμματα λογισμικού για τον περιορισμό της χρήσης του διαδικτύου και της πρόσβασης σε smartphones και υπολογιστές. Οι γονείς και οι κηδεμόνες μπορούν να χρησιμοποιούν αυτές τις εφαρμογές για να θέτουν κάποιους κανόνες τόσο ως προς τον χρόνο που δαπανάται σε προσωπικές συσκευές, όσο κι ως προς το είδος του περιεχομένου που παρακολουθείται» επισημαίνει ο ίδιος.

«Παράλληλα, είναι σημαντικό να μιλάμε συχνά στα παιδιά για το πώς τα επηρεάζουν οι ηλεκτρονικές τους ζωές. Πρέπει να εντοπίζουμε τα παιδιά που κινδυνεύουν από ηλεκτρονικό εκφοβισμό, εθιστικές συμπεριφορές, ή ακόμα και εκμετάλλευση, επιτρέποντας έτσι την έγκαιρη παρέμβαση για την αποφυγή των αρνητικών συνεπειών».